Όχι γιατί έζησε μια ηθικά
υποδειγματική ζωή -αυτό δεν το γνωρίζουμε- αλλά γιατί υπήρξε το πρόσωπο στο
οποίο εμφανίζεται πρώτα ο Αναστημένος Χριστός, και εκείνη γίνεται η πρώτη
φορέας του Ευαγγελίου. Η Εκκλησία δεν ξεκινά από έναν θεσμό. Ξεκινά από μια
γυναίκα που θρηνεί.
Η Μαρία, «ἡ ἀπὸ τῆς Μαγδάλας» (Λουκ.
8,2), δεν έχει καταγωγή αλλά πληγή: «ἀφ’ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει». Κι όμως,
εκείνη γίνεται το στόμα της Ανάστασης. Δεν είναι ηθική μορφή, αλλά θεολογική
παρουσία. Δεν έρχεται για να διδάξει, έρχεται για να μυρίσει. Και φεύγει με
λόγο. Ο λόγος του Θεού δεν αποκαλύπτεται σε όσους είναι έτοιμοι να τον
διδάξουν, αλλά σε όσους είναι έτοιμοι να πενθήσουν.
Η Μαρία στέκεται έξω από το μνημείο, «ἔξω
παρὰ τὸ μνημεῖον κλαίουσα» (Ἰω. 20,11). Δεν μπαίνει μέσα. Δεν απαιτεί. Θρηνεί.
Και ο Αναστάς Χριστός την πλησιάζει ακριβώς σε αυτό το άκρο της απώλειας. Δεν
την φωνάζει με τίτλο, ούτε με διδασκαλία. Τη φωνάζει με το όνομά της: «Μαρία».
Και εκείνη απαντά με το όνομα της μαθητείας: «Ῥαββουνί» (Ἰω. 20,16). Η Εκκλησία
γεννιέται ανάμεσα σε αυτά τα δύο ονόματα.
Δεν της επιτρέπεται να τον αγγίξει: «μὴ
μου ἅπτου» (Ἰω. 20,17). Η εντολή δεν είναι απαγόρευση, είναι αποστολή. Δεν θα
σε συγκρατήσει η αφή, αλλά η μαρτυρία. Πήγαινε, πες τους: «Ὕπαγε πρὸς τοὺς ἀδελφούς
μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς» (Ἰω. 20,17). Και έτσι η Μαρία γίνεται «ἀπόστολος πρὸς τοὺς
ἀποστόλους» κατά τον Θωμᾶ Ἀκινᾶτη γίνεται ο κρίκος ανάμεσα στο κενό του τάφου
και στην παρουσία της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία δεν γεννήθηκε με κύρος·
γεννήθηκε με δάκρυα. Δεν θεμελιώθηκε στην εξουσία, θεμελιώθηκε στη σχέση. Όχι
στη βεβαιότητα, αλλά στην εμπιστοσύνη. Ο Χριστός εμπιστεύεται στην πληγωμένη
γυναίκα το πιο απίστευτο γεγονός: ότι ο θάνατος δεν έχει πια την τελευταία
λέξη.
Ο Χρυσόστομος, σε μια από τις πιο
ανατρεπτικές του φράσεις, λέει: «αἱ γυναῖκες ἠνδρίσαντο, οἱ δὲ ἄνδρες ἐκηδύνθησαν»
(PG 59, 403). Οι άνδρες έφυγαν, οι γυναίκες έμειναν. Ο Πέτρος αρνήθηκε· η Μαρία
έκλαψε. Η Εκκλησία δεν κρατήθηκε από τη γενναιότητα, κρατήθηκε από τη θλίψη.
Και η ιστορία; Τι έκανε με αυτή τη
γυναίκα; Την μετέτρεψε σε πόρνη. Την ενέταξε στη μετάνοια, όχι στην αποστολή.
Της αφαίρεσε τον λόγο, της έδωσε τη σιωπή. Η Μαρία η Μαγδαληνή έγινε η
μετανοημένη αμαρτωλή, όχι η πρώτη Ευαγγελίστρια. Όμως η θεολογία της Εκκλησίας
δεν μπορεί να στηριχθεί σε αυτή τη διαστρέβλωση. Η Ανάσταση ξεκινά με αυτήν. Η
Εκκλησία θεμελιώνεται στη μαρτυρία της. Και το Ευαγγέλιο ξεκινά από το στόμα
της.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «γυνὴ γέγονε
τῆς χαρᾶς τῆς κοινῆς πρόδρομος» (PG 31, 432). Η Μαρία η Μαγδαληνή δεν είναι
σύμβολο. Είναι αρχή. Δεν είναι παραχώρηση της Παράδοσης, είναι τομή. Εκεί που
όλοι περίμεναν έναν άνδρα με κύρος, ο Αναστημένος Χριστός εμπιστεύεται την
Ανάσταση στη γυναίκα που έκλαιγε έξω από τον τάφο.
Η Μαρία η Μαγδαληνή είναι Εκκλησία. Είναι αυτή που αναγνωρίζει τον Κύριο όχι με το μάτι της
πίστης, αλλά με το αυτί της σχέσης. Τον αναγνωρίζει όταν την φωνάζει με το
όνομά της. Και γίνεται το πρώτο μέλος ενός σώματος που δεν στηρίζεται σε νόμο,
αλλά σε αγάπη· δεν κρατιέται από δόγμα, αλλά από το «Μαρία».
Η Εκκλησία πρέπει να επιστρέψει σε
εκείνη. Να ακούσει ξανά την αρχή της. Να
αναγνωρίσει ότι η Ανάσταση δεν έγινε πίστη από έναν άνδρα στην Αγία Τράπεζα,
αλλά από μια γυναίκα έξω από τον Τάφο. Και να ζητήσει συγγνώμη για τα χρόνια
που της αφαίρεσε τη φωνή.
Σήμερα η Μαρία εορτάζει. Όχι επειδή
υπήρξε άγια, αλλά επειδή υπήρξε η πρώτη. Και η φωνή της είναι ακόμα εδώ. Λέει:
«ἑώρακα τὸν Κύριον» (Ἰω. 20,18). Είδα τον Κύριο. Δεν τον απέδειξα. Τον είδα.
Και αυτό αρκεί για να γεννηθεί η Εκκλησία. από Manos Lambrakis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου