ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΕΣ!

Η ΜΩΒ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΗΝ ΓΗ...

15 Νοε 2011

Ηλίας, ο μεθυσμένος από Θεό!

Ο Ηλίας μου ήταν άνθρωπος της χαράς! Μονίμως «φτιαγμένος»! Μεθυσμένος από Θεό! Όχι απλώς δεν ήταν μελαγχολικός, αλλά μονίμως ήταν high! Ποτέ δεν τον είδα να σκοτεινιάζει. Ήθελε πάντοτε να κάνει τους ανθρώπους να γελάνε! Με το που έβλεπε κάποιον, αδιακρίτως, τον βούταγε και έδινε παράσταση, ανάλογα με την περίπτωση! Ηθοποιός, καραγκιόζης του Θεού γινόταν μέχρι  να βρει το σημείο του άλλου, να  τον ξεκλειδώσει, να τον χαλαρώσει, να τον κάνει να γελάσει! Έλεγε απίστευτες ιστορίες… Δεν ξεχώριζε κανέναν άνθρωπο. Δεν το έκανε επιλεκτικά, ή μόνο με κάποιους που του άρεσαν! Δίποδο να έβλεπε, και το βούταγε κατ’ ευθείαν! Όπου και να ήταν! Έξω από το κότερο του Βαρδινογιάννη είχε το μαγκάλι του και έψηνε σουβλάκια και τα κερνούσε στους περαστικούς! Τάιζε τους κοτεράδες! Ελεημοσύνη στους πλούσιους, όπως λέει ο άγγελος. Αυτονών η ψυχή εξάλλου την χρειάζονται περισσότερο! Ο Ηλίας τους έφερνε αμηχανία, όμως τον πήγαιναν. Ένα άλλο απίστευτο πράγμα είναι πώς του έφταναν τα λεφτά του! Λες και τα πολλαπλασίαζε η ευλογία του Θεού! Ήταν άρχοντας! Κερνούσε, χάριζε, έδινε ατέλειωτα! Και ήταν πάντα χορτασμένος, πάντα ευχαριστημένος, πάντα γεμάτος, πάντα με το «δόξα σοι»! Τον ακολουθούσε η αφθονία! Να μην τελειώνουν αυτά τα κεμπάμπ; Τα κεράσματα; Τα παγωτά; Ερχόταν στο σπίτι και μας έφερνε κιβώτια παγωτά! Τα παιδιά τα μοίραζαν στην γειτονιά! Κιβώτια μπισκότα, αναψυκτικά! Πήγαινε στο Δαφνί, στο τρελοκομείο, φαγητά, τσιγάρα… Όπως και ο άγγελος, τραγουδούσε! Έπαιζε και φλογέρα… Τι μαντινάδες μας έλεγε, τι ιστορίες σούφικες… Παραμυθάς! Για μένα, ο Ηλίας ήταν το βάμμα του ηλιοτροπίου. Η ένδειξη για το πώς είναι τα πράγματα! Σπάνια να είδα έναν ή δύο ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια που να του αντιστάθηκαν! Ακόμα και τα τέρατα τα άνοιγε! Δεν μπορούσαν να του αντισταθούν! Σε όλους έκανε κάτι μέσα στην ψυχή τους! Αλλά έμπαινε πιο κάτω και από το κάτω προκειμένου να κερδίσει κάποιον! Τού έκανε ό,τι καραγκιοζιλίκι τον ενέπνεε ο Θεός που θα μπορούσε να τον ταρακουνήσει, να τον βγάλει από την κακομοιριά και την μιζέρια! Ήταν μιας σχολής, με συγκεκριμένη από Θεού αντίληψη. Έκανε τα πάντα μέχρι να σε κάνει να γελάσεις! Να σου πάρει το βάρος! Δεν του ξέφευγε κανείς! Εν τω μεταξύ τους τά ’χωνε κιόλας! Αυτός τους έπαιρνε το βάρος, αλλά εκείνοι βεβαίως το ξανάπαιρναν πίσω! Έστω για λίγο όμως τους χαλάρωνε, τους ελευθέρωνε από την μέγγενη του νου! Πάντως δεν μάσαγε τα λόγια του! Όπως ακριβώς και η Νίκη με την οποία έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Αυθεντικά λαϊκοί άνθρωποι, αληθινοί 100%. Ο Ηλίας μιλούσε ευθέως! Με παρρησία! Θυμάμαι κάποιον που έβγαλε ένα CD και έγραφε για τον Ηλία ότι ήταν «Τουρκοκρητικός». Έπαθε αμόκ! Δεν μπορούσε να ακούει καν την λέξη Τούρκος! Τού ’παιξε τέτοιες κατάρες που ούτε να τις επαναλάβω μπορώ. Εγώ είχα σκάσει στα γέλια! Αφού λοιπόν ξεθύμανε, άρχισε να τις μαζεύει: «Θεέ μου και μη μ’ ακούς! Θεέ μου και συχώρα τόνε!» Σε ό,τι έκανε, έλεγε: «Εγώ βάνω τη χέρα μου και ο Θεός το θέλημά του!» Δεν έκανε τίποτα, μα τίποτα, χωρίς να επικαλεστεί τον Θεό! Φαγητό βάζαμε στο φούρνο, και πάντοτε έλεγε: «Μπεσμ Αλλάχ Ελραχμάν Ελραχίμ!» Στο όνομα του πολυέλαιου και πολυεύσπλαχνου Θεού! Είχε ακτημοσύνη χωρίς όρια! «Ευτυχώς απού δεν δίνονται τα μάτια! Γιατί θελ’ άμαι από καιρού στραβός!» Δεν κρατούσε τίποτα! Και τι έμαθαν απ’ αυτόν; Τίποτα! Εντούτοις τους άγγιξε! Εγώ πάντως έμαθα! Για μένα  τον έστειλε ο Θεός! Ήταν τέτοιο συνταραχτικά φυσικό, υγιές στοιχείο, που με γείωνε, με κρατούσε, επειδή ακριβώς ήμουν αιθεροβάμων, «διανοούμενη» (ευτυχώς όχι μόνον). Ένιωθα το πνευματικό μέγεθος του Ηλία δίπλα μου, καθώς με γείωνε σ’ αυτήν την φυσική πραγματικότητα προτάσσοντας διαρκώς την απόλυτη βεβαιότητα του Θεού, και μου επέτρεπε να δω τον βαθμό της αρρώστιας των ανθρώπων χωρίς να με ξεγελούν ή να με γοητεύουν! Τον Ηλία, δεν μπορούσε κανείς να τον ξεγελάσει. Δεύτερο βλέμμα δεν χρειαζόταν να ρίξει για να καταλάβει τι ρόλο παίζει ο καθένας. Ήταν εντούτοις παιδικός, και συνταρακτικά άμεσος με όλους! Ποτέ δεν αποθαρρύνθηκε από την κακία! Έκανε κατά μέτωπο επίθεση ζωής διεισδύοντας στα τρίσβαθα του άλλου! Είχε άπειρη εμπιστοσύνη στον Θεό, στο καλό! Δεν θεωρούσε τον εαυτό του καθόλου θύμα, μόνο ευλογημένο, με όσα κύματα κι αν τον κουκούλωσαν στην ζωή του, όπως έλεγε. Μου έκανε εντύπωση όταν είδε μια φορά έναν ανάπηρο, τι είπε. Κάτι φαινομενικά σκληρό, αλλά εντέλει αληθινό: «Είναι ψυχή με κουσούρι γι’ αυτό τον ήκαμε ο Θεός ανάπηρο! Για να το βλέπει και να διορθωθεί!» Μέσα σου δηλαδή είναι το κουσούρι, και ο Θεός σου το βγάζει απέξω! Άρα ουδείς «αθώος», όπως θέλουν να σκέπτονται οι αφελείς διανοούμενοι. Το σύμπαν αυτό έχει νοημοσύνη! Τίποτα δεν γίνεται χωρίς λόγο! «Θεέ μου μεγαλοδύναμε, μεγάλο το όνομά σου, φύλλο δεν πέφτει από δεντρί δίχως το θέλημά σου!» Έλεγε για τον γάμο: «Καλιά η κατσαρόλα νά ’ναι σκεπασμένη παρά αξεσκέπαστη!» Είχε όμως τεράστια κατανόηση για τα ανθρώπινα! Πίστευε πως τον έρωτα ο Θεός τον φυτεύει στις καρδιές, και γι’ αυτό δεν ένιωθε καμιά ενοχή μέσα του, ούτε ενοχοποιούσε τους άλλους αν ήταν πράγματι ερωτευμένοι. Θυμάμαι κάποτε που ο μεγάλος του γιος, παντρεμένος με μια πολύ καλή γυναίκα και μ’ ένα τσούρμο παιδιά, ερωτεύτηκε μιαν άλλη γυναίκα και συνήψε δεσμό μαζί της. Ο Ηλίας δεν τον κατηγόρησε! Και όχι από αντρική αλληλεγγύη! Καθόλου μάλιστα. Ήταν πολύ στενοχωρημένος που είχε έρθει σε τέτοια δυσκολία το σπιτικό του. Μού ’λεγε όμως πως ο Θεός που έδωσε τον έρωτα στον γιο του, θα του δώσει και την λύση! Μ’ αγαπούσε συνταραχτικά! Έλεγε πως γι’ αυτόν πρώτα ήταν η νονά του, και μετά ο Θεός! Το έλεγε στην ίδια του την οικογένεια: «Από την μια είναι η γυναίκα μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, ο κόσμος όλος, ο Θεός μου, και από την άλλη η νονά μου!» Έλεγε πως αυτό που νιώθει για μένα είναι κάτι θεοτικό! «Το ένα φως ήσμιξε με το άλλο φως! Φως στο φως είναι η αγάπη!» Μού’ λεγε πολλές φορές: «Αν δεν ακούσω την εμιλιά σου δεν ανοίγουν τα αυθιά μου μήτε τα μάθια μου…» Ποτέ μου δεν τον ζήτησα και να μην έρθει! Της καλής στιγμής ψυχή! Πάντα κοντά μου τα δώδεκα χρόνια που έζησε στην Ελλάδα! Μαζί μπήκαμε στο καινούργιο  σπίτι τότε, και στολίσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μαζί γιορτάσαμε με μαντινάδες και τσικουδιές χρόνια μετά ένα άλλο ευλογημένο χώρο… Μαζί, μέσα σε ξεκαρδιστικά γέλια και τραγούδια κουβαλήσαμε στα Χανιά σ’ ένα αμάξι (!) έναν ολόκληρο εξοπλισμό… Στις γέννες μου ήταν παρών! Στον θάνατο του πατέρα μου ήταν παρών. Εκείνος του έκλεισε τα μάτια. Στον θάνατο της αγαπημένης μου Μαρί ήταν παρών. Τότε πραγματικά τον χρειάστηκα. Είχα καταρρεύσει… Θυμάμαι που πηγαίναμε στην κηδεία, ήμουν πολύ εξαντλημένη -δεν είχα βάλει μπουκιά στο στόμα μου- και μου λέει: «Σταμάτα σ’ ένα φούρνο να πάρουμε κάτι να φάμε!» Εγώ θύμωσα και τον μάλωσα: «Δεν ντρέπεσαι, τέτοια στιγμή να μου λες να φάμε;» Και η απάντησή του: «Αν θέλεις του λόγου σου να ποθάνεις, ξά’σου, εγώ θα κατέβω και θα πάρω κάτι να φάω!» Ήταν σοκαριστική η δύναμη της ζωής μέσα του! Στην πραγματικότητα, ο σεβασμός του προς την ζωή! Ήταν άγιο δεδομένο πως ο Θεός θέλει να ζούμε, γι’ αυτό πρέπει να τιμούμε την ζωή, και πως εκείνος θα μας πάρει όταν ο ίδιος το θελήσει! Ο θάνατος δεν τον απασχολούσε καθόλου γιατί αγαπούσε την ζωή! Και την ζούσε εντελώς, «έστιβε» κάθε στιγμή για να της βγάλει όλη την δυνατή χαρά… Ούτε έκλαιγε κανέναν που πέθαινε! Ήταν βέβαιος πως ο Θεός ξέρει τι κάνει, αφού στα χέρια του είναι όλο το παιγνίδι της ζωής. «Ως η ζωή κι ο θάνατος!» έλεγε. «Μαρία μου, μη μπα και σκεφτείς ποτέ πως ο Θεός κάτι δεν μου χάρισε, πως κάτι στερήθηκα, κάτι δεν έζησα! Όλα μου τά ’δωκε! Είμαι χορτασμένος και ευχαριστησμένος μέσα από την ψυχή μου!» Αυτός ήταν ο λατρεμένος μου Ηλίας… Έλεγε στην μάνα μου, στον πατέρα μου, στην αδελφή μου, σε όλο μου το περιβάλλον: «Καλοί είστε και του λόγου σας, αλλά σαν την νονά μου δεν είστε! Καθένας στο σκαλούνι του!» Τους τρέλαινε! «Μαρία, αν με ρωτήσουν τι χρώμα έχουν τα μάτια σου δεν ξέρω! Δεν τά ’χω δει ποτές μου! Γιατί κάθε φορά που γυρίζω να σε κοιτάξω, βλέπω ένα φως!» Και δεν το έλεγε ποιητική αδεία: κάτι ζούσε πολύ ισχυρό. Δώδεκα χρόνια έζησε ανάμεσά μας ως υπηρέτης! Ερχόταν στο σπίτι και με βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, γιατί τότε ήμουν μόνη. Τινάζαμε τα χαλιά κ.λπ. Ερχόταν, γέρος άνθρωπος, και με υπηρετούσε! Ήρθε για να μας υπηρετήσει! Να ξεσκατίσει τα παιδιά, να τα χορέψει στα γόνατα του, να τους τραγουδήσει μαντινάδες… Αυτή η ψυχή ήρθε ως υπηρέτης κοντά μας! Ο μόνος! Όλοι ενοχλούνταν που μου είχε αυτή την λατρεία! «Καλός είσαι και του λόγου σου, μα σαν την νονά μου δεν είσαι!» Ποιος άντεχε να το ακούει! Και τους αγαπούσε όλους πραγματικά. Ήταν τέτοια μαρτυρία Θεού για όλο αυτό τον κόσμο! Σ’ έπιανε απ’ τον λαιμό και σε έβαζε επί τόπου μες στην καρδιά του Θεού! Δεν του γλίτωνε κανείς! Πολλούς συντάραξε! Τι πήραν άραγε από τον Ηλία; Τι κράτησαν; Τα λόγια του, το κέφι του, την μαγική του δύναμη; Πάντως όλους τους διαπέρασε κάτι: μια ισχυρή μαρτυρία Θεού! Όλους!
*

Δεν υπάρχουν σχόλια: