ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΕΣ!

Η ΜΩΒ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΗΝ ΓΗ...

16 Μαΐ 2011

Εμείς οι Νικητάδες! Ηλίας Μουντιράκης, ο τελευταίος κρητικός θεός!

Εσύ, Ηλία μου αγαπημένε, αναλήφθηκες! Κι εγώ έμεινα να κρατώ την μηλωτή της ζωής σου: την συνταρακτική μαρτυρία μιας ζωντανής ψυχής που εδώ στην γη ή κλειστά ή ανοιχτά είχε τα μάτια ήταν το ίδιο πράγμα… «Όπου πατώ πατεί ο Θεός!» μου είπες εκείνο το αξέχαστο δειλινό καθώς περπατούσες πλάι μου έξω από το μεγάλο τζαμί της Δαμασκού… Γύρισα και σε κοίταξα. Μια βιβλική μορφή… Συγκινημένος συνέχισες να μονολογείς: «Ποτές μου δεν εζήτηξα πράμα του Θεού μου και να μη μου το δώσει ίσαμε να βασιλέψει ο ήλιος!» Καταιγισμός από μνήμες αιώνων, αταξινόμητες, διέτρεξαν την ψυχή μου με την συγκίνηση να νιώθω πως θα τρυπήσει το σώμα μου να ξεχυθεί έξω… «Μαρία μου, εμείς είμαστε, να το κατέχεις, από τση νικητάδες!» Ηλία μου, Ηλία μου… Σίγουρα ήσουν από τους νικητάδες! Καταλύτης αλήθειας για όσους σε γνώρισαν. Μια εμπειρία συνταρακτικής αμεσότητας με τα βαθύτερα κοιτάσματα της ανθρώπινης ψυχής, ισχυρή επαναφορά σε ένα παντοδύναμο παρόν που εμπεριέχει όλο το αόρατο του ανάλογο, όχι μεταφυσικά μα φυσικά. Αυτός εξάλλου είναι ο ελληνικός τρόπος. Μέσα σε τόσο φως μόνο φυσική μπορεί να είναι η αλήθεια για τους Έλληνες. Και εσύ ήσουν, είσαι, αφού ψυχές σαν την δική σου δεν γνωρίζουν θάνατο, ωραίος ως Έλλην… Αληθινός ως τα κόκκαλα.

«Μαγάρι κάθε ψυχή να είναι το όνομά τση!» μου είχες πει κάποτε. Εσύ σίγουρα ήσουν Ηλίας. Και στο τέλος, καθώς αναστήθηκες, Χριστός. Χρίστος-Ηλίας ήταν εξάλλου τα ονόματα που διάλεξες όταν ζήτησες να σε βαφτίσω. «Αν δεν ήμουν χριστιανός, δεν θα γινόμουν χριστιανός! Το αίμα μου είναι χριστιανό…» έλεγες. «Εγώ από την μέρα απού γεννήθηκα, κρατώ τα σχοινιά του προφήτη Ηλία και των δώδεκα ακριμάτιστων… Δώδεκα οι ακριμάτιστοι κι οι δώδεκα ένα μπόι… Και Αυτού απού τόνε λέω Ένα: Αυτός είναι, Μαρία μου, ο Χριστός, το πιο όμορφο πλάσμα… Περπατούσε και δεν είχε σκιά… Ένας δικέφαλος αετός τον ακολουθούσε και με την μια του φτερούγα του έκανε ασκιανό και με την άλλη αγέρα!»

Ηλίας Μουντιράκης κρητικός από το Χαμιντιέ της Συρίας. 1986, 21 Σεπτεμβρίου, στο καφενείο του Χαμιντιέ στην είσοδο του χωριού, εξουθενωμένη από την ζέστη και την κούραση του ταξιδιού, πίνω το τσάι μου κοιτώντας απογοητευμένη το ασήμαντο ψαροχώρι της Συρίας. Αυτό είναι λοιπόν το χωριό των κρητικών της Συρίας που διάλεξα να επισκεφτώ στον μήνα του μέλιτος; Η σκόνη από τον χωματόδρομο και η τριτοκοσμική όψη των τσιμεντέντιων σπιτιών με γέμισε απελπισία. Η φωνή του καφετζή με βαριά κρητική προφορά με ενημερώνει πως σύντομα θά’ ρθει ο Μωχάμεντ, αυτός που φιλοξενεί όλους τους Έλληνες στο σπίτι του για να μας τακτοποιήσει. Δεν περνάνε πέντε λεπτά και σε βλέπω να έρχεσαι με ένα απερίγραπτο σαράβαλο, ένα τρίκυκλο ζωγραφισμένο ολόκληρο χιουμοριστικά και με την επιγραφή Ο ΧΑΡΟΣ! Η καρότσα του ήταν γεμάτη ψάρια. Σταματάς σκασμένος στα γέλια μπροστά μας φωνάζοντας: «Ψάρια, φρέσκα ψάρια! Το πράμα μου είναι καλό, κιανένα δεν παρακαλώ!» Γυρίζω και σε κοιτάζω: ένα πρόσωπο σκαμμένο από τον μόχθο του μεροκάματου, δυο πανέξυπνα μάτια με επίγνωση αρχαία αλλά και απέραντα παιγνιδιάρικα. «Καλώς εκοπιάσατε! Χίλια καλωσορίσατε, χίλια και δυο χιλιάδες, ο κάμπος με τα λούλουδα και με τση πρασινάδες!» Κατεβαίνεις, στέκεσαι και με κοιτάζεις διαπεραστικά. Σε κοιτώ κι εγώ ξαφνιασμένη. Και με παίρνεις στην αγκαλιά σου. Με αγκαλιάζεις σφιχτά… Ξαφνικά βάζουμε κι οι δυο τα κλάματα σαν μωρά παιδιά… Να μη ξεκολλάει ο ένας από την αγκαλιά του άλλου. Σαν να σε ήξερα χρόνια… Σαν να σε ήξερα από πάντα… Σαν να ερχόσουν από το βάθος μιας ιστορίας που επιτέλους άρχιζε να γίνεται συγκεκριμένη, για να την γνωρίσω... Πιο σωστά, να την θυμηθώ… Μα ποιος είσαι, Ηλία; Και από πού; Σαν να αγκάλιασα μεμιάς όλη την λατρευτή μου Κρήτη, όλο τον άνθρωπο, όπως ηρωικά τον τραγούδησε ο μπάρμπα Νίκος ο Καζαντζάκης. Σαν επιτομή του Ανθρώπου, ανακεφαλαίωση μιας πανάρχαιης ιστορίας μου φάνηκε η αίσθηση της παρουσίας σου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, γνώρισα την παράξενη αγιότητα σου, μιαν αγιότητα θεϊκής τρέλας σίγουρα πέρα από κάθε γνωστό μέτρο. Πατρίδα εξαρχής η αγκαλιά σου… Αναπαύτηκα μέσα της για μια αιωνιότητα που ήταν μόνο λίγα λεπτά … «Και πώς σε λένε;» -«Μαρία!» -«Άκου, Μαρία μου, να το κατέχεις πως εκείνος απού μας ήσμιξε είναι ο Χριστός… Φως έπεσε πάνω σε φως!» Κι εκεί όρθιοι στη μέση του δρόμου άρχισες να μου μιλάς για τον Χριστό με μια ποίηση αυθεντική, χειρονομώντας παθιασμένα… Έμεινα έκθαμβη να σε κοιτάζω… «Αυτός είναι, Μαρία ούλοι! Αυτός είναι ο φίλος μας, το αδέρφι μας, αυτός είναι ο Ένας, αυτός είναι οι Τρεις, αυτός είναι οι Δώδεκα! Ένα φως από τση εφτά πατωσιές του ουρανού ως τση εφτά πατωσιές τση γης… Ο Χριστός ήρθε για τση απελπισμένους, τση αδικημένους, τση φτωχούς, τση πικραμένους, τση αδικομπλεγμένους, τση μερακλήδες…» Άνοιξε το κεφάλι μου! Τα λόγια του με χτύπησαν κατάστηθα… Είδα τον Χριστό, έναν άλλο Χριστό, γνώριμο, οικείο… Τον δικό μας Χριστό… Σαν να έσκισε κάθε ψευδή θρησκευτική επικάλυψη και να ζωντάνεψε μπρος στα μάτια μου τον αληθινό Χριστό, τον γιο του ανθρώπου που καθόλου δεν ήταν λιγότερο γιος του Θεού: αντιθέτως, λυτρωτής του πολύπαθου ανθρώπου! Ο αγαπημένος! Σαν σε όνειρο μας πήρε στον σπίτι του, ένα δρόμο πιο κάτω από το καφενείο. Ίσαμε να ετοιμάσουν το τραπέζι, εγώ ανέβηκα στο δωμάτιο που εν ριπή οφθαλμού ετοιμάστηκε για μας… Ο τόπος δεν με χώραγε. Η καρδιά μου ακόμα χτυπούσε δυνατά… Βγήκα για να περπατήσω λίγο… Ο δρόμος του σπιτιού οδηγούσε στην θάλασσα. Έτσι όπως ήμουν, με τα ρούχα, μπήκα στο νερό συνειδητοποιώντας πως είμαι μέσα στην αγαπημένη θάλασσα της μεσογείου, καθώς αναζήτησα με το βλέμμα μου την Ελλάδα εκεί στο βάθος… στο τέλος του ορίζοντα… Μόνο η θάλασσα θα μπορούσε να με χωρέσει: ενστικτώδης αρχετυπική καταφυγή! Γύρισα στο δωμάτιο και μόλις που πρόλαβα να αλλάξω ρούχα. Ξάπλωσα στα πεντακάθαρα σεντόνια και μεμιάς αποκοιμήθηκα. Ένα βαθύ, χωρίς όνειρα, ατέλειωτο φωτεινό ύπνο… Το πρωί το φως του ήλιου μου επέστρεψε βίαια την χτεσινή νύχτα. Είναι δυνατόν να κοιμήθηκα; Να μην πήγα στο τραπέζι που έστρωσε προς τιμή μας με την παροιμιώδη της φιλοξενία η οικογένεια του «Μωχάμεντ»; Μα σήμερα κιόλας πρέπει να αφήσουμε το Χαμιντιέ για την Δαμασκό με ένα σύντομο πέρασμα από την Παλμύρα! Είναι δυνατόν! Να έχασα μια βραδιά μαζί σου έτσι ανόητα, έτσι άδοξα; Η συγκίνηση με είχε νικήσει! Και μια υποσυνείδητη άμυνα. Δεν άντεχα τόση αμεσότητα, τόση εγγύτητα… Ντύθηκα γρήγορα και κατέβηκα στην αυλή όπου ήταν συγκεντρωμένη όλη σου η οικογένεια: η γυναίκα σου η Ζεχρά (Βιόλα) τα εννέα σου παιδιά, και τα ουκ έστιν αριθμός εγγόνια! Εσύ μες στο τσακίρ κέφι με περίμενες με βασιλικό στ’ αυτί… Ένα τεράστιο τσουκάλι με αχνιστό γάλα στη μέση. Ζεστές πίτες και άσπρο τυρί το πρωινό. Η πρώτη μας φωτογραφία είναι από εκείνο το αξέχαστο πρωινό. Εσύ χαρούμενος αλλά ήσυχος, άκουσες στωικά πως θα φεύγαμε την ίδια μέρα. «Ό,τι θέλει ο Θεός, Μαρία μου, γίνεται! Άνε μας είναι γραφτό, θα ξανασμίξουμε! Είτε σ’ αυτή την ζωή είτε στην άλλη!» Οι ώρες μέχρι το απομεσήμερο κύλησαν πολύ γρήγορα μέσα στην ίδια συγκίνηση, σε μια πνιγμένη ανυπομονησία να μάθω όσα πιο πολλά μπορώ για σένα… Μας συνόδεψες ως το λεωφορείο. Την στιγμή που αγκαλιαστήκαμε κολλήσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου σαν νεογέννητα στην αγκαλιά της μάνας τους… Και μείναμε εκεί να κλαίμε σπαραχτικά με το λεωφορείο να μας κοιτάει εμβρόντητο και να μην ξεκινάει… Μάρθα Βούρτση και Νίκος Ξανθόπουλος, σκέφτηκα, κάνοντας πίσω, για να ξαναβρεθώ στην αγκαλιά σου δριμύτερη… Υπομονετικά μας περίμεναν ούτε κι εγώ ξέρω για πόσην ώρα… Κάποια στιγμή το λεωφορείο ξεκίνησε. Πρώτη φορά οι λέξεις μου φάνηκαν τόσο ανεπαρκείς… Όλο μας το μήνυμα το ανταλλάξαμε χωρίς λέξεις, με τα μάτια, με την αίσθηση… Η έρημος για την Παλμύρα κι ύστερα ο δρόμος της επιστροφής με έφερε μπροστά σε άβολα ερωτηματικά για την ζωή μου, το πού βρίσκομαι και το πού πάω…

Δεν πρόλαβα να γυρίσω στην Ελλάδα και ακούω την φωνή σου στο τηλέφωνο: «Μαρία μου, εκόπιασα!» Ήσουν στην Αθήνα! Για να φύγεις μετά από δεκατρία χρόνια! Δεκατρία ολόκληρα χρόνια μαζί που κύλησαν σαν ένα ποτήρι γλυκό κρασί…

Δεν υπάρχουν σχόλια: